Η ΄Ανοιξη βομβαρδισμένη
απ' τα έγχρωμα κουνούπια του Demerara
.

Ο ΄Ηλιος διαβάζει ποιητικά

περιττώματα στη Σόλωνος


Η διανόηση χειροκροτεί

υποτακτικές κυβερνήσεις

και


η ποιητική νομενκλατούρα
θ' αποφανθεί :

Διογένη Γαλήνη
δεν είσαι ποιητής

21.05.2012

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Nazim Hikmet : Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο






Απάνω στο τραπέζι μου έχω
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το λευκό γαρύφαλλο-
που τον τουφέκισαν
πριν την αυγή
μέσα στο ημίφως
κάτω απ' των προβολέων το φως .


Κρατάει μες στο δεξί του χέρι
ένα γαρύφαλο
που' ναι ως μια φούχτα φως
απ' την ελληνική θάλασσα .
Τα τολμηρά , τα παιδικά του
μάτια
κοιτάζουν άδολα
κάτω από τα βαρειά μαύρα τους φρύδια .
Τόσο άδολα
όπως οι κομμουνιστές δίνουν
τον όρκο τους .
Τα δόντια του είναι 
κατάλευκα :
γελά
ο Μπελογιάννης
Και το γαρύφαλο στο χέρι του είναι
όπως ο λόγος που ' πε στους ανθρώπους
τη μέρα
της ανδρείας
και της ντροπής .
Αυτή η φωτογραφίια
βγήκε
στο δικαστήριο :
μετά από τη θανατική του καταδίκη .



Μετ : ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Dennis Vincent Brutus





 In memory of the late Dennis Brutus. 28 November 1924 - 26 December 2009 Created by RastaPeople.info ----------------------------------------- Some information from Wikipedia: "Brutus was an activist against the apartheid government of South Africa in the 1960s. He campaigned to get South Africa suspended from the Olympic Games; this eventually led to the country's expulsion from the games in 1970. He joined the Anti-Coloured Affairs Department organisation (Anti-CAD), a group that organised against the Coloured Affairs Department which was an attempt by the government to institutionalise divisions between blacks and coloureds. He was arrested in 1963 and jailed for 18 months on Robben Island. Brutus was forbidden to teach, write and publish in South Africa. His first collection of poetry, Sirens, Knuckles and Boots, was published in Nigeria while he was in prison. The book received the Mbari Poetry Prize, awarded to a black poet of distinction, but Brutus turned it down on the grounds of its racial exclusivity. In December 2007, Brutus was to be inducted into the South African Sports Hall of Fame. At the induction ceremony, Brutus publicly turned down his nomination, stating, "It is incompatible to have those who championed racist sport alongside its genuine victims. Its time—indeed long past time—for sports truth, apologies and reconciliation." According to fellow writer Olu Oguibe, interim Director of the Institute for African American Studies at the University of Connecticut, "Brutus was arguably Africa's greatest and most influential modern poet after Leopold Sedar Senghor and Christopher Okigbo, certainly the most widely-read, and no doubt among the world's finest poets of all time. More than that, he was a fearless campaigner for justice, a relentless organizer, an incorrigible romantic, and a great humanist and teacher." " 


ΟΙ ΘΟΡΥΒΟΙ ΞΑΝΑΡΧΙΣΑΝ


Οι θόρυβοι ξανάρχισαν :
η σειρήνα μέσα στη νύχτα ,
η βροντή που χτυπά την πόρτα ,
το τέντωμα των νεύρων .

΄Επειτα κείνο το κρεσέντο
των μορφών που τις σπα ο πόνος
και κείνη η σιωπηλή ,
εύγλωτη έκφραση των σκλάβων .

Οι θόρυβοι ξανάρχισαν ...

Μετ : Καίτη Αθανασίου

Roland Gérard Barthes :΄Ενας ορισμός της Λογοτεχνίας



Full name Roland Gérard Barthes
Born 12 November 1915
Cherbourg
Died 25 March 1980 (aged 64)
Paris



'' Στη γαλλική γλώσσα είμαι αναγκασμένος να τοποθετηθώ πρώτα
ως υποκείμενο , και ύστερα να εκφέρω την πράξη , που έτσι δε θα
είναι πια παρά το κατηγόρημά μου : αυτό που κάνω δεν είναι παρά
η συνέπεια και η συνέχιση εκείνου που είμαι .
Με τον ίδιο τρόπο , είμαι υποχρεωμένος να διαλέγω πάντα 
ανάμεσα  στο αρσενικό ή στο θηλυκό , το ουδέτερο ή το σύνθετο
μου είναι απαγορευμένα [...] ΄Ετσι , η γλώσσα , από ίδια τη δομή
της εμπεριέχει μια μοιραία σχέση αλλοτρίωσης . Η ομιλία και πολύ
περισσότερη η αγόρευση , δεν είναι επικοινωνία , όπως το επανα-
λαμβάνουν πάρα πολύ συχνά , είναι καθυπόταξη :
ολόκληρη η γλώσσα είναι μια γενικευμένη διοίκηση '' .
'' Η γλώσσα , ως εκδήλωση οποιουδήποτε σημειωτικού συστήματος ,
δεν είναι ούτε αντιδραστική , ούτε προοδευτική , είναι απλώς φα-
σιστική . Γιατί φασισμός δεν είναι να εμποδίζεις τον άλλο να λέει ,
είναι να τον αναγκάζεις να λέει '' .



Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ESCUPE ...

 


Escupe gente que  no tienen ereccion


y lamen constituciones congeladas !


Escupe la falsa historia de las calles !


Escupe la cabeza del poder !


Escupe comerciantes de sustancias ,


las sotanas de la oscuridad


y santos Zares !


Escupe dioses falsificadores


y templos de atontamiento !


Escupe el preparan ballonetas


y intelectuales militaristas !


Escupe los Nobel de la paz


y dictatores Nobelistas !


Escupe primeros de Mayo vendidos


y lamentos espias !


Esupe al anfitrion de los pueblos


para que no levante cabeza !


Escupe relojes despertadores


que te guian a la tristeza !


Escupe a los que duermen


tranquilos en la noche


y suenan viajes a Marte !


Escupe la Camora de alcahuetes abogados


al fiscal que te escupe alos ojos


y te manda al numero 60


de la pandilla !


Al salario de hambre


y al multilado esperma de tu


emleador escupe !


Escupe la invisible cara de la luna !


Escupe la libertad que te proparsionan Salvadores !


Escupe la poetica antologia


que vomitase este poema mio !


Escupe los 47 anos de tu poeta


como lehan escupido


durante 47 anos continuos


los ratas capitalistas !

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Bertrand Russell




Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1914 -18 , η εκδικητική διάθεση των λαών στράφηκε ,
πολύ φυσικά , εναντίων των Γερμανών , που τιμωρήθηκαν σκληρά μετά την ήττα τους .
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου , πολλοί έλεγαν πως η συνθήκη
των Βερσαλλιών δεν ήταν σκληρή , αφού δεν έγινε μάθημα στους Γερμανούς .
Αυτή τη φορά - μας έλεγαν - πρέπει να επιδείξουμε  π ρ α γ μ α τ ι κ ή ν  αυστηρότητα .
Κατά τη γνώμη μου όμως , περισσότερες πιθανότητες θα είχαμε να αποτρέψουμε τη
δεύτερη γερμανικήν επίθεση , αν είχαμε θεωρήσει τους Ναζιστές σαν φρενοβλαβείς ,
αντί να τους βλέπουμε απλώς σαν εγκληματίες .
Οι φρενοβλαβείς πρέπει , φυσικά , να περιορίζονται . Ο περιορισμός τους όμως είναι 
μέτρο προφύλαξης και όχι τιμωρίας , και , στο μέτρο του δυνατού , πρέπει να φροντίζει
κανένας για την ευτυχία του περιορισμένου ψυχοπαθούς .
΄Ολοι ξέρουμε πως ένας μανιακός δολοφόνος γίνεται πιο επικίνδυνος όταν νοιώθει τον
εαυτό του δυστυχισμένον . Υπήρχαν , φυσικά , πολλοί Ναζιστές , που ήταν απλοί 
εγκληματίες , θα υπήρχαν όμως και πολλοί που ήταν , λίγο - πολύ , τρελλοί . Αν η Γε-
ρμανία πρόκειται να ενταχθεί μ' επιτυχία στη Δυτική Ευρώπη , πρέπει με κάθε τρόπο να
καλλιεργήσουμε σ' αυτήν το συναίσθημα μιας ιδιαίτερης ενοχής . ΄Οσοι τιμωρούνται ,
σπάνια αγαπούν εκείνους που τους τιμώρησαν . Κι' όσον καιρό οι Γερμανοί μισούν την
υπόλοιπην ανθρωπότητα , η ειρήνη θα κινδυνεύει .


Bertrand Russell :
Τι Πιστεύω 
Μετ : Σ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

Εκδόσεις : Γιάννη Δ. Αρσενίδη

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Jorge Carrera Andrade : Δελτίο κακοκαιρίας

Ο βόρειος ουρανός
υψώνει μαύρο μπαιράκι
στα οδοφράγματα του ορίζοντα .

΄Οχι πια χρυσάφι του ήλιου στις όχθες .
Κάτω το μονοπώλιο των λουλουδιών της άνοιξης !

Τα φυλλάδια επαναστατούν
και λεπτές λόγχες βροχής
παρατάσσουν τα πρώτα τους τάγματα .

΄Ανεμος καταγίδας στήνει νέα τάξη 
στα βουλεβάρτα
και κάνει την μπουρζουαζία
να τρέχει να βρει καταφύγιο
σε προπόσεις και σ' αντιδραστικές γωνιές .

Σπίτα ανάβουν
κόκκινες κονκάρδες με το κάρβουνο .
Στο φορείο των νεκρών φύλλων
παραδίνεται ο καλός καιρός .

Μετ : Νίκος Σπάνιας

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Fernando Pessoa : Un baule pieno di gente - L'opera letteraria di Fernando Pessoa


Fernando Pessoa. Un baule pieno di gente, una sola moltitudine.
A Lisbona, nel Monastero dei Jeronimos, c’è una stele infissa sul terreno: qui, insieme a tre dei suoi eteronimi - Alberto Caeiro, Ricardo Reis, Alvaro de Campos - dorme Fernando Pessoa insieme agli "altri nomi", le persone fittizie cui egli diede vita perché potessero rappresentare, in frammenti, la sua personalità complessa e inquieta, il peso intollerabile del proprio io. "Ho messo in Caeiro tutta la mia forza di personalizzazione drammatica, ho messo in Ricardo Reis tutta la mia disciplina mentale, vestita della musica che le è propria, ho messo in de Campos tutta l’emozione che non ho dato né a me né alla mia vita", dirà infatti, confessando il proprio io diviso ma pregno di immaginazione, dimora di sogni , di visioni e di finzione "vera".
Di recente ripubblicato dal Corriere della Sera, il volume "Poesie" contiene i versi di Fernando Pessoa ortonimo, "Messaggi", e quelli degli eteronimi maggiori (Bernardo Soares, autore del Libro dell’Inquietudine è considerato da critici e studiosi, tra cui Luciana Stegagno Picchio e Antonio Tabucchi, un semi-eteronimo); fortemente evocativi, arcani e metafisici ("Gli spigoli mi fissano. / Realmente sorridono le pareti levigate"), sono " Messaggi", che attingono al mondo dell’infanzia, al mito d’un mondo non perduto perché non avuto, alla solitudine d’un bambino orfano di padre, che a soli sette anni inventò per sé un amico immaginario a cui scrivere. Dal contrasto tra vita e sogno (..."vedere le forme invisibili / della distanza imprecisa e, con sensibili / movimenti della speranza e della volontà, / cercare sulla linea fredda dell’orizzonte / l’albero, la spiaggia, il fiore, l’uccello, la fonte - / i baci meritati della Verità".), nasce quel desiderio di assoluto e di universo che lo rende estraneo al mondo e alla sua Lisbona, città nella quale, ritornato adolescente dal Sudafrica in cui aveva vissuto con la madre e il patrigno, apprenderà la tristezza "delle cose reali".
La sua opera letteraria e la sua stessa vita partecipano a quel progetto di "radicalizzazione" di un’esistenza "estranea", intravista e "sentita" con dolorosa alienazione ma fatta piena della multipla alterità conclamatasi nel "giorno trionfale" in cui nascono gli eteronimi. E’ l’otto marzo del 1914, Pessoa è preso da una furia improvvisa, sente molte voci dentro sé, qualcosa che ha a che fare con l’interiorità e i fenomeni mistici. Empaticamente scrive di getto, si lascia guidare dall’atto creativo che queste entità gli comandano. L’abitatore di altri da sé, di un "baule pieno di gente"rinuncia ad abitare la propria vita mentre gli eteronimi sviluppano la propria, parallelamente alla sua, e tra di loro: Alvaro de Campos, Ricardo Reis, Alberto Caeiro (il maestro di tutti gli eteronimi, il cui numero aumenterà negli anni), sono le "persone" dietro le quali si scherma Pessoa (cognome che in italiano si traduce, appunto, in "persona").
Se essere persona indivisibile è il cruccio del poeta, vivere in altre individualità in qualche modo lo pone al riparo dei rischi della vita. Del resto, la finzione necessaria riguarda anche il letterato: Il panico dell’esistenza è così distribuito in ciascun eteronimo, ognuno ha una storia personale, una professione, un proprio stile letterario, è senza famiglia, senza un amore, come la matrice che li ha concepiti: "Mi sono moltiplicato per non sentirmi, per sentirmi ho dovuto sentire tutto, sono straripato, non ho fatto altro che traboccarmi..."; " Non so chi sono, che anima ho. Quando parlo con sincerità non so con quale sincerità parlo. Sono variamente altro da un io che non so se esiste (o se è quello degli altri)"; "Mi sento multiplo. Sono come una stanza dagli innumerevoli specchi fantastici che distorcono in riflessi falsi un’unica anteriore realtà che non è in nessuno ed è in tutti"(da: Una sola moltitudine). Confessa che l’origine mentale degli eteronimi "sta nella mia tendenza organica e costante alla spersonalizzazione e alla simulazione" con cui esprime il sentimento panico dell’io: "Piove. E’ silenzio / poiché la stessa pioggia fa rumore, ma con tranquillità. / Piove. Il cielo dorme. Quando l’anima è vedova / di quel che non sa (....) // Piove. Non viene voglia di nulla. // Non alita vento, non v’è cielo ch’io senta. / Piove lontano e indistintamente, / come una cosa certa che a noi menta, / (...) / Piove. Nulla in me sente....".
Oppure: " Ma sempre estraneo, sempre penetrando / la più riposta essenza della mia vita, / l’ombra dentro di me vado cercando", a ripetere un antico sortilegio, un’alchimia di cui si vorrebbe conoscere la formula : " Mi torni la mia ultima magia / di me nel simulacro in corpo vivo! / Muoia chi sono; chi mi feci ed ero, /anonima presenza che si bacia, / carne d’astratto amore mio recluso, / sia la morte di me dove rivivo...".(da: L’ultimo sortilegio). Non meno complessi i "Poemi completi" di Alberto Caeiro da Silva, poeta panteista. Ne "Il guardiano di greggi"( "Il gregge è i miei pensieri ", dice il secondo verso), Pessoa è in trasparenza ma, ossimoricamente, in trasparenza evidente, quando Caeiro scrive: "Andate, andate via da me! / Passa l’albero e rimane disperso per la Natura. / Appassisce il fiore e la sua polvere dura sempre. / Scorre il fiume e sfocia nel mare e la sua acqua è / sempre quella che è stata sua. // Passo e resto, come l’Universo". Ancora l’ossimoro della "finzione vera", qui dato per "verità falsa"che solo l’atto di alzarsi, elevarsi, può rivelare:" Quando si è alzato dal declivio e dalla verità falsa, ha / visto tutto: / le grandi valli piene degli stessi verdi di sempre, / le grandi montagne lontano, / più reali di qualunque / sentimento, / la realtà tutta, con il cielo e l’aria".
Un ecclesiaste bucolico del primo Novecento: così Ricardo Reis nelle sue "Odi"; un vento mistico ne pervade i versi, vento che appartiene alla vanità del mondo, al suono del tempo. Di impianto classico, a partire dal titolo, i versi di Reis echeggiano il poeta Orazio: "...la natura di questo giorno calmo / poco rapisce al mio senso / del tempo che dilegua", oppure " E il nome inutile / che il tuo corpo morto / ha usato / vivo, sulla terra, come un’anima, / non si rammenta. L’ode un sorriso / anonimo registra".
E ancora: "Sugli alti rami d’alberi frondosi / il vento fa un rumore freddo e alto / In questa selva perso, in questo suono, / medito solitario. // Così nel mondo, in cima a quel che sento, / un vento fa la vita, e lascia, e prende, / e nulla ha senso - neppure l’anima /con cui da solo penso". Ma con Alvaro de Campos, alto, elegante ingegnere metafisico, torna prepotente il motivo della nostalgia dell’infanzia, non un ritorno della memoria a un tempo più o meno fittizio, piuttosto alla immemorabilità di questo, poiché l’infanzia "è anteriore allo stadio in cui si organizzano i ricordi razionali " (da: A. Tabucchi. Un baule pieno di gente). Le "Poesie" di de Campos sono colme di stanchezza e nostalgia. Con le parole di lui Pessoa scrive, nel 1926, "Lisbona rivisitata", poemetto del quale si riportano alcuni versi: " Nulla mi lega a nulla. / (...) / Anelo con un’angoscia di fame di carne / quel che non so che sia - (...) / Mi sono svegliato alla stessa vita a cui m’ero / addormentato. / Perfino i miei eserciti sognati hanno patito sconfitta. / Perfino i miei sogni si sono sentiti falsi all’essere sognati". De Campos esprime il rovello dell’intelligenza speculativa, il dubbio se abbandonarla per giungere alla grande pace, al silenzio dell’atarassia. Il sonno, infine, la breve non esistenza "Alla fine di ciò che tutto sembra essere... / questo piccolo universo provinciale tra gli astri, / questo paesino dello spazio, / (...) / persino dello / spazio totale".
www.facebook

΄Εφυγε από τη ζωή ο Ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι




Antonio Tabucchi
Born September 24, 1943
Pisa, Italy
Died March 25, 2012 (aged 68)[1]
Lisbon, Portugal
Occupation Novelist, Short story writer
Nationality Italy Italy
Period 1975–2012
Spouse(s) María José de Lancastre












Ο Ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι πέθανε στη Λισαβόνα σε ηλικία 68 ετών ύστερα από μακρά ασθένεια, έγινε γνωστό τη Κυριακή από το Γάλλο μεταφραστή του Μπερνάρ Κομάν.

Ο Ταμπούκι ήταν μία τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: είχε γράψει περίπου 20 βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες μεταξύ τους και τα ελληνικά.

Ήταν καθηγητής πορτογαλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σιένας στην Ιταλία και μετέφρασε στα ιταλικά το έργου του Πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα.

Πολλά από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, όπως το «Νυχτερινό στην Ινδία» και το «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.

Επιπλέον υπήρξε χρονογράφος στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera και στην ισπανική El Pais.

Μοναδικό παιδί ενός έμπορου αλόγων, ο Ταμπούκι γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1943 στην Πίζα της Τοσκάνης. Σπούδασε ιταλική φιλολογία και από το 1962 λογοτεχνία στο Παρίσι όπου ανακάλυψε τον Πορτογάλο συγγρ
αφέα Φερνάντο Πεσόα διαβάζοντας τη γαλλική μετάφραση του ποιήματος «Το Καπνοπωλείο».

Ο ενθουσιασμός του τον έκανε να ανακαλύψει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Πορτογαλίας, η οποία έγινε δεύτερη πατρίδα του. Συνέχισε τις σπουδές του στην πορτογαλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Σιένας. Παθιασμένος με το έργο του Πεσόα, το μετέφρασε στα ιταλικά μαζί με τη σύζυγό του την οποία γνώρισε στην Πορτογαλία.

Ανάμεσα στα έργα του είναι τα «Ταξίδια και άλλα ταξίδια», «Νυχτερινό στην Ινδία», «Η νοσταλγία του πιθανού», «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα», «Ο Τριστάνο πεθαίνει». Μεγάλο μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί και στα ελληνικά

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Γαλάτεια Καζαντζάκη : Το Χωνί








Η σημερινή σκλαβιά που περνάμε είναι η πιο αβάσταχτη στην ιστορία μας . Κι άλλοτε ο λαός μας πέρασε χρόνια μαύρης δουλείας . Κι αν ως τα σήμερα έζησε, είναι γιατί πάντα αντιστάθηκε στον ξένο ζυγό. Κι αυτό είναι σήμερα το χρέος μας . Ν' αντισταθούμε ! Μέρες φριχτές , μέρες τρομερής δοκιμασίας περνάμε . Ακόμα πιο φριχτές μας περιμένουν. Από μας όμως εξαρτάται πάλι να ξαναζήσομε ελεύθεροι . Ο αγώνας δε θα ’ναι εύκολος , μα η λευτεριά αξίζει κάθε θυσία . Θα κάμομε πάλι την Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη , κτήμα του Λαού της ! Αδέρφια μας Έλληνες και Ελληνίδες , νιάτα ελληνικά . Εμπρός για το καινούργιο εθνικό ξεκίνημα . Εμπρός για τον Εθνικό Συναγερμό . Εμπρός για μια Ελεύθερη Πατρίδα . Όσες κι αν είναι οι θυσίες θα τις προσφέρομε και θα νικήσομε '' .


      ( Απόσπασμα από Το Χωνί της
 Γαλάτειας Καζαντζάκη  )

Εφημερίδα : Το Χωνί
τεύχος 0

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Lawrence Ferlinghetti : Οι Ακροβάτες του Πικάσσο





Οι ακροβάτες του Πικάσσο επιτομούν τον κόσμο
και υπήρχαν ογδόντα εκκλησίες στο Παρίσι
όπου
ποτέ δεν μπήκα
και η πόρτα του ξενοδοχείου μου
χαμογέλασε απαίσια
και οι λέξεις ήταν τρομπόνια
ασυνάρτητοι παπαγάλοι
Πολυλογάδικα είδωλα

όμως εκείνη τη νύχτα
ονειρεύτηκα τον Πικάσσο
ν' ανοίγει πόρτες
και να κλείνει τις εξόδους
ν' ανοίγει πόρτες
και να κλείνει τις εξόδους προς τον κόσμο

Ονειρεύτηκα
πως ζωγράφισε έναν Πικάσσο
στο δωματιό μου
φωνάζοντας όλη την ώρα
Pas symbolique !
C'est pas symbolique !


Lawrence Ferlingetti
Ποιήματα
Μετάφραση: Κώστας Γιαννουλόπουλος ,
Φώτης Αθέρας
Νεφέλη 1982

Μιχάλης Κατσαρός : Η διαθήκη μου



Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : '' καλά είμαι εδώ ''
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : '' Δόξα σοι ο Θεός '' .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία '' εισαγωγαί-εξαγωγαί ''
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ .



Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τύμπανα και τιςπαράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ .
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους .



Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
 στον άνεμο
σ'όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα , σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε .


Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία .


* Το ποίημα  αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατικός Τύπος ,
λογοκριμένο από προοδευτικό διανοούμενο .
Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ στο επόμενο φύλλο της ίδιας
εφημερίδας με το Υστερόγραφο .



Υστερόγραφο


 Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
- καθώς διαβάστηκε -
ήταν ένα άλογο ακέραιο .
Πριν διαβαστεί 
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια .

Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους .

Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν -
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει .

Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκειςς απαίσια βουβός σαν πεθαμένος :

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν .



Από την εφημερίδα ΜΙΑ ΕΚΤΗ Γενάρης 1992 φύλλο 1

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Ποιητική Βραδιά


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΩΣΤΑ ΖΕΚΟΥ
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΕ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗ)
Δευτέρα 2 Απριλίου 2012 – Θέατρο «Εξ Αρχής» Δερβενίων 46 και Εμ. Μπενάκη - τηλ. κρατήσεων 210 38 22 661

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η: Παρακαλούνται όλοι οι συμμετέχοντες ποιητές να έχουν μαζί τους ποιητικό υλικό τους (θα διαβαστεί από τους ηθοποιούς).

* Η Κατερίνα Ν. Θεοφίλη θα απαγγείλει μόνον τους νεκρούς και τους εκτός Αθηνών ποιητές, καθώς και όποιους παρουσιάσει με σύντομη κριτική
της.
 
 
ΠΟΙΗΤΕΣ :
 
 
1)Αντώνης Παπαδόπουλος 2) Ελένη Μουζάκη 3)Γιώργος Βλάχος 4)Δημήτρης Κρανιώτης 5)Γιώργος Δρυμωνιάτης 6)Θανάσης Καραθύμιος 7)Γιώργος Καραντώνης 8)Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη 9)Γιώργος Νικολόπουλος 10)Γιολάντα Πέγκλη 11)Γιώργος Παπαλεονάρδος 12)Αντώνης Κυριακόπουλος 13)Γιώργος Παναγουλόπουλος 14)Ιλιάδα Προμπονά 15)Θεοχάρης Παπαδόπουλος 16)Κατερίνα Ζαχαριάδου 17) Κώστας Καπελούζος 18)Βαγγέλης Βαφείδης 19)Χριστίνα Αγρογιάννη 20) Τάκης Ανθήλης 21)Μάκης Αποστολάτος 22) Δημήτρης Καραμβάλης 23) Στέλιος Γεράνης 24)Μαριάννα Βλάχου 25)Γιώργος Καραπάνου 26)Χρήστος Κουλούρης 27) Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου 28) Γιώργος Γιαννόπουλος 29)Σπύρος Τσοτάκος 30)Αντώνης Σαμιωτάκης 31)Λένια Χριστοφόρου 32)Τάκης Φάβιος 33)Μίλτος Σαχτούρης 34)Τάσος Κόρφης – Ρομποτής 35)Χάρης Μελιτάς 36)Γιώργος Αναγνωστόπουλος 37)Νίκος Σπάνιας 38) Έκτωρ Πανταζής 39)Γρηγόρης Χαλιακόπουλος 40)Ανδρέας Αρτέμης 41)Δημήτρης Κατσιμάνης 42)Τάσος Λειβαδίτης 43)Διονύσης Μαχαίρας 44)Ριτσώνης Κώστας 45)Ιωάννης Μποζίκης

Σοδειά τεύχος 11


σοδειά τχ.11 - κυκλοφορεί

σοδειά 11


από αύριο
Παρασκευή, 23 Μαρ. 2012 στις 6 μ.μ.
στα κεντρικά βιβλιοπωλεία
της Αθήνας
διαθέσιμη

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Argyris Marneros



Argyris Marneros was born in Doxato-Drama in 1941 .
He studied at Departmend of German Philology in University
of Thessaloniki . In 1972 he had his first collection of poems
'' Chestnuts ''  printed and three years later another one
'' Dark Room '' . Immediately after that published '' Sever '' .
He had his fourth collection of poems '' Expansion '' printed
and he moved to Athens . There he studied in Higher School
of Guides . In the spring of 1980 he had '' Homo Touristicus ''
printed and in the same year in autumm his sixth collection
of poems '' Applaud '' . In 1985 he had another collection
'' The Potentates '' printed . In 1987 his collection '' Homo
Touristicus '' released in Germany by Romiosini editions .
Some of his poems have been published in the literary magazines
'' Ausblicke '' , Tram '' and '' Doma '' .
For the last thirty years he has been taking up collage .
He presented part of his work from 1983 till 1986 at Experimental
Art Centre in Kypseli and in 1994 at the foyer of the '' Minoa ''
theatre His poem collection , '' Waiting Room '' was published in
2003 by Kaktos editions .



Αργύρης Μαρνέρος 21.3.2012


Μαντατοφόροι της νύχτας

Και ήρθαν τα όνειρα μια νύχτα
με ένα φτυάρι στο χέρι
και άρχισαν να τον σκεπάζουν με χώμα
μες στο υγρό κρεβάτι του ύπνου .
Νερά στάζαν από παντού , μα αυτά
συνέχιζαν να πετούν χώμα
με ένα φτυάρι που μεγάλωνε συνεχώς .
Τους έδειξε το πιστοποιτικό της βάφτισης ,
την κομματική του ταυτότητα , με το σφυρί και το δρεπάνι ,
φωτογραφίες
μπροστά στο μαυσωλείο του Λένιν .
΄Ανοιξε τα συρτάρια και τους έδειξε
συλλογές από κόκκαλα αγίων ,
μα αυτά συνέχιζαν να τον σκεπάζουν με χώμα .
΄Ετσι ένα πτώμα , του έλεγαν ,
Τυλιγμένο μέσα σε χάρτινα σάβανα πιστοποιητικών .
Μα τι θέλετε επιτέλους να σας δείξω ;
Το μαχαίρι σου , του είπαν , δείξε μας
με αυτό που έκοβες το ψωμί ,
για να δούμε αν έχει αίμα
και από τη δική σου καρδιά .
Αυτή θέλουμε να δούμε αν
και πωςτην έχεις μοιράσει .

28.5.08
Από την ανέκδοτη
ποιητική συλλογή :
Η ΑΦΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 

Messengers Of The Night


And dreams came one night
with a shovel in their hand
and started covering him with soil
into his wet ded of sleep .
Waters dripping from everywhere ,
but they continued throwing soil
with a shovel that grew bigger .
He showed them the certification of his baptism ,
his political I.D. , with the hammer and sickle ,
photographs taken
in front of Lenin's Mausoleum .
He opened his drawers and showed them
collections of bones of Holy men ,
but the dreams continued throwing soil .
You are a dead corps , told him ,
wrapped in a paper sheets of certifications .
But what , on Earth , do you want me to show yoy ?
Your Knife , told him , you must show us
the one you cut bread ,
to see if there is any blood on it
from your own heart .
Your heart is what we want to see
and how you have shared it .

( Translated by Vasiliki Mandalou and Athanasios Michail )

Μανόλης Αναγνωστάκης : Ποιητική



- Προδίδετε πάλι την Ποίηση , θα μου πεις ,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείται πάλι ως μέσον , υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείται
Με το παραδειγμά σας στους νεωτέρους .

- Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι ομοιοί σου , χρόνια και χρόνια ,
Ενα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαικά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε , χωρίς
αφτιά
Ν' ακούτε , με σφραγισμένα στόματα και δε μι-
λάτε .
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε ;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι , θα πεις .
΄Ε ναι λοιπόν ! Κηρύγματα και ρητορείες .

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις

Να μην τις παίρνει ο άνεμος .

Μανόλης Αναγνωστάκης
 τα ποιήματα 1941-1971

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Παγκόσμια ημέρα ποίησης

ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
ΨΗΦΙΣΕΤΕ ΤΩΡΑ
ΕΔΩ


ΔIA-ΜΑΡΤΥΡΙΑ
παγκόσμια ημέρα ποίησης


21 Μαρτίου 2012
όχι άλλη μια διαμαρτυρία,
αλλά
μια ΑΛΛΗ διαμαρτυρία


Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως


Αν όχι τώρα πότε;


Επειδή μοιάζει ο χειμώνας να θέλει να εγκατασταθεί μόνιμα στις ζωές μας, αποτρέποντας τον ερχομό της άνοιξης.


Επειδή η απειλή μιας Έρημης Χώρας, γίνεται όλο και πιο πραγματική ως προοπτική μέλλοντος για τον τόπο μας.


Επειδή έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε αν η ποίηση μπορεί να γιορτάζει τη μέρα της, ακίνδυνα και αθώα, όταν γύρω μας καταρρέουν το δίκαιο, η πνευματική μας υπόσταση, η χώρα μας η ίδια. Θελήσαμε να συναντήσουμε εμείς την ποίηση και την άνοιξη, στους δρόμους της Αθήνας, να αναζητήσουμε στην αμηχανία, στον θυμό και στην απόγνωση που έχουν πια τα βλέμματα των συμπολιτών μας, την ελπίδα της Αντίστασης..


Ο Κύκλος Ποιητών, τα περιοδικά Poetix και Ποιητικά, οι εκδόσεις Μικρή Άρκτος και η αλυσίδα πολιτισμού IANOS καλούν ποιητές, συγγραφείς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες, εκδότες αλλά και κάθε πολίτη σε συν οδοιπορία / δια-μαρτυρία, την Τετάρτη 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, με όπλο την Ποίηση ενάντια στην Κρίση.


Σας καλούμε όλες και όλους, σε μια ΑΛΛΗ διαμαρτυρία: στις 21 Μαρτίου συνθήματά μας ας γίνουν τα ποιήματα, αναφορά μας οι Ποιητές μας, πλακάτ μας οι στίχοι που μπορούν να γεννήσουν έναν άλλο στοχασμό, ένα άλλο μέλλον μέσα από το παρόν και το παρελθόν μας.


Μια διαδήλωση υπεράσπισης ενός Πολιτισμού που δεν κρίνεται από την Κρίση, που όταν μνημονεύεται απαντά, με το δικό του τρόπο, στα όποια Μνημόνια…

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012
Με την Ποίηση ενάντια στην Κρίση
Προσυγκέντρωση στις 12 το μεσημέρι μπροστά από το βιβλιοπωλείο Ιανός
Συν οδοιπορία προς το Σύνταγμα

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Νικηφόρος Βρεττάκος : Στον Ρομπέρτ Οπενχάιμερ










... Δεν είναι η Μεγάλη Παρασκευή , είναι το
βάρος μιας μεγάλης Παρασκευής που με βασανίζει
σήμερα . Απομονώνομαι συνεχώς , αποκόπτομαι
συνεχώς απ' τους γύρω μου . Νοιώθω την ανάγκη
να κάνω κάτι άλλο , ενώ , εντελώς αλλά είναι τα
πράγματα που με περιμένουν . ΄Εχω να κάνω μια
επίσκεψη , να στήσω ένα δικαστήριο , να γράψω
ένα γράμμα σε τούτο το πρόσωπο , που , τόσο επί-
μονα , μας κοιτάζει όλους μας τις μέρες αυτές
από τις εφημερίδες . Το πρόσωπο μιας τραγωδίας
δεν είναι ποτέ ένα πρόσωπο . Στο πρόσωπό του
προβάλλονται τα χαρακτηριστικά μυριάδων αν-
θρώπων , που δεν μου είναι δυνατόν να τους
αναγνωρίσω . Και τα πρόσωπα της σύγχρονης
τραγωδίας , που την τροφοδοτούν το δράμα της
συνείδησης και η ενοχή της εποχής μας , βρίσκω
πως δεν μπορούν να κινηθούν άνετα μέσα σ' αυτό
που ως τα σήμερα εξακολουθούμε να ονομάζουμε
τ ρ α γ ω δ ί α . ΄Ισως να είμαι αρκετά ταραγμέ-
νος και να ξεφεύγω , χωρίς να το καταλαβαίνω ,
σ' έναν τόνο υπερβολής αυτή τη στιγμή . Ωστόσο
έτσι αισθάνομαι : πως πρόκειται για κάτι πολύ
περισσότερο , κάτι που δεν το φτάνω , δεν μπορώ
να το αγκαλιάσω , δε μπορώ να το είπώ ...
(  << Η  Τραγωδία της Αντιγόνης >> )



Φίλε Οπενχάιμερ


λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας .
Φορτωμένα τις μέρες αυτές , τα ερτζιανά κι οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν , σ' όλο τον κόσμο , τη σιωπή και τη θλίψη σας .
Και μεις , άνθρωποι απλοί , όπως κάνουμε πάντοτε ,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό ,
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίψη σας ,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας .


Αλλά , φίλε Οπενχάιμερ , όχι
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας . Η πράξη σας
έμεινε πράξη . Η σελίδα σας έκλεισε .
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα .
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ' τά δακρυά σας ;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτσουμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν ; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της .


Τι να σας κάνουμε ; Που
να σας κρύψουμε ; ΄Οπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου .



Δεν είναι στο χέρι μας .
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του .
Η στέγη του σύμπαντος δεν θα σας ήθελε .
Εμείς , άνθρωποι απλοί , που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
των ημερών ,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ήλιου ,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καρδιά
τα πεπραγμένα μας με τη δύση του ,
που αγαπάμε το χώμα και το σύννεφο του ουρανού ,
γιατί μαζί με τον άνεμο και την παρεμβολή του φωτός ,
μεγαλώνουν τα στάχια στο μικρό μας ορίζοντα ,
σας εγκαλούμε : Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε : Ακούστε μας !
Δεν έτυχε , φίλε Οπενχάιμερ , ποτέ , να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου ;
Δεν είχατε δάχτυλα να μετρήσετε ;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας ;
Ποτέ δεν σταθήκατε , μόνος προς μόνον , αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας ;



Πως σας διέφυγε ,
φίλε Οπενχάιμερ ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος ;


Από μας και για να μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
του σύμπαντος . Χωρίς εντολή
πως τολμήσατε , φίλε Οπενχάιμερ ;


Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τόν ήλιο ...


Το ταγάρι σας ήταν βαρύ όταν μπαίνατε σε τούτο τον κόσμο
και τα χέρια μας άδεια .
Περιμέναμε στα παράθυρα να ιδούμε το λαμπαδηδρόμο
που θάβγαινε απ' τον σκοτεινό διάδρομο του αιώνα μας ,
βαστώντας στο χέρι του ένα φως σαν γαρούφαλο .


Για να σας κάνουμε σιωπή
πατούσαμε στα νύχια .


Ούτε ένα φύλλο καινούργιο λοιπόν στη χλωρίδα του κόσμου ;
Ούτε καν μια φλεβίτσα νερού στη μεγάλη σαν πεδιάδα
παλάμη σας ;
Τ' ακριβό κοίτασμά σας τι το κάνατε , φίλε Οπενχάιμερ ;
Πως χαθήκατε , φίλε Οπενχάιμερ ;


Εμείς το γνωρίζαμε :
Χωρίς ένα δέκατο αγάπης
φυτεμένης σαν ένα τριαντάφυλλο
σε μια ποσότητα δύναμης ,
χωρίς μια πνοή που να δίνει
φυσιογνωμία στη λάσπη ,
ο ουρανός τούτος κάποτε
θάπεφτε πάνω μας .


Ζυμώνατε , μέρες και νύχτες , ζυμώνατε
τον ουράνιο πηλό σας και μεις περιμέναμε ,
αχτίνες ωραίες , παντοδύναμες , αστέρια και χρώματα
θα πεταχτούν απ' τα χέρια σας .


Εμείς το γνωρίζαμε :
Τ' ασήκωτο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο άμμου ,
θα μάκραινε
τα χέρια μας κάποτε . Τα χέρια μας κάποτε
θα γιόμιζαν όλον αυτόν τον ορίζοντα ,
θ' άρμεγαν όλες τις θηλές τ' ουρανού . Εμείς το γνωρίζαμε , πως
βρισκόμαστε ακόμη στην πρώτη φωτιά , που δεν ξέρουμε ούτε
ποιες είναι οι διαστάσεις του προσώπου μας , ούτε
το βάθος της ρίζας μας . Πως σ' ένα αιμοσφαίριο μέσα μπορεί
να υπάρχουν χιλιάδες τριαντάφυλλα άγνωστα .


Φίλε Οπενχάιμερ , βάζοντας τ' αυτίσας στο χώμα ,
στο βάρος , στο βάρος στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
άμμου , θ' ακούσατε
τη διπλή βοή . Μοιρασμένο το φως και το σκότος
στα βάθη του ,
το καθένα τους χωριστά , περιμένουν . Το φως
περιμένει το χέρι μας . Το σκότος το λάθος μας .


<< Προσέξετε ! Φιλοι , Προσέξετε ! >>


Δεν ακούσατε , φίλε Οπενχάιμερ ,
που σας φώναξε κάποιος ; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ ;
Δεν γνωρίζατε τη φωνή της αγάπης ;
Κι έτσι γίνατε θάνατος ! Κι έτσι γίνατε τρόμος !


Μάνα μας ! Μάνα μας !


Θεέ μου ,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος ;


XXX

<< Ρομπέρτ Οπενχάιμερ ! >>


Δεν έχετε ούτε τη δύναμη 
να φωνάξετε παρών ;


Σήκω πάνω κατηγορούμενε !


Ρομπέρτ Οπενχάιμερ !
Δεν κρίνεσαι . Κρίθηκες .
Καταδικάστηκες τελεσίδικα :
Να κρίνεσαι πάντοτε , υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως .
Ολόρθος απάνω
στη μοιραία σου πέτρα , έκπτωτε βασιλιά , στο μεγάλο
σταυροδόμι του λάθους σου , κοίταξε : έχεις
δεξιά σου τον άνθρωπο , ζερβά σου τον ήλιο . Ενώπιος
ενωπίω , προς όλα τα σημεία της γης ,
κοίταξέ με στα μάτια , μη σκύβεις το πρόσωπο . 
Θα μ' ακούσετε , φίλε Οπενχάιμερ ! Σκαλίστε
όσο θέλετε τ' αυτιά σας , θα μ' ακούσετε , τώρα ,
που δε μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα
που η ψυχή σας ακούει κάθε ανθρώπινο ψίθυρο .
Μην ξοδεύεστε άδικα , μην προσπαθείτε ,
κρατείστε για λογαριασμό σας το πικρό μειδίαμα .
Μη νομίζετε ,φίλε Οπενχάιμερ , όχι , δεν είμαι ποιητής !
Στον κόσμο τούτο ποιητές σήμερα δεν υπάρχουν .
Ο χώρος τριγύρω μας κατακλύστηκε ολόκληρος .


Ο πόνος ξεχείλισε !
Τα σκέπασεν όλα !
Οι μύθοι βουλιάξανε !
Τα πράγματα έχου τη δική τους φωνή !
Οι ποιητές παραμίκρυναν .


Είμαι 
ένας δραπέτης απ' όλα τα βασίλεια της γης .
΄Εχω μέσα μου την πατρίδα μου . Κι έχω μες στην καρδιά μου

τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης . Σας τους έφερα !
Εγώ σας τους έφερα , φίλε Οπενχάιμερ !
Στριγγκλίζοντας
οι φωνές τους γυρίζουνε πάνω απ' τον ύπνο σας
και μέσα στον ύπνο σας , κρέμονται σαν
κλωστές κεραυνού στ' απροστάτευτα τζάμια σας ,
κόβονται απότομα σε σήματα μόρς και σκορπίζονται
στο στερέωμα
σπαθίζοντας μέσα στα μάτια σας το παράπονο του αδελφού σας .
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας -ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι , ουρές
ατέλείωτες ,
μετρήστε μας , φίλε Οπενχάιμερ , μετρήστε , να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο .



Προσέξτε με , όχι , είμαι αυτός που επέζησε , φίλε Οπενχάιμερ !
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τάχω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα .
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε .
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει .
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο ,
δε μπορεί πια να κλάψει , να γελάσει , νάχει ένα όνομα .
Δε μπορεί πια , Ρομπέρτ ! Κοιταξέ με καλύτερα .
Δυσκολεύεσαι ακόμη ; Ρομπέρτ , δε με γνώρισες ; Ο αδελφός σου
Ρομπέρτ ! Είμαι εγώ , ο αδελφός σας ,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε .
Που σας ύφανα και το ξέρατε , που σας τάδωσα όλα ,
που σας έχτισα τ' άργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό ,
να μελετάτε τον ήλιο , να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου , να στοχάζεστε άνετα .
Κι εσείς αντί να παρακάμψετε τη νύχτα ,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη ,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
συμπληγάδες ,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κι έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες στα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι .


Τι θέλετε , φίλε Οπενχάιμερ . Τι γυρεύετε τώρα ; Δεν έχει !
Δεν έχει !
Τα μάθαμε όλα : πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις
και κλειστήκατε μέσα ,
πως περνάτε τις μέρες σας  κλαίγοντας .
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα , σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού . Τα μάθαμε όλα .
Αδιάφορο . Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε .
Σαν από χρέος θεικό ήρθαμε να σας βασανίσουμε ,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος , ο ουρανός στάζει φως ,
και σεις , σημαδέψατε στην καρδδιά την ημέρα του κόσμου .


Δεν σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι ,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας ,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε ...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε , τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας , ματώνουν , ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες ,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της .
Κάτω απ' το φως του φεγγαριού με σηκωμένο
το τρίχωμά τους
ένα κοπάδι σκυλιά έχουν πέσει απάνω σας
και δεν είναι να τα διώξει κανείς . Δεν έχει ! Δεν έχει !
Προς τα που μπορείτε να φωνάξετε ;
Ποιος άνεμος θα πάρει με τη θέλησή του τη φωνή σας ;
Ποιο ζώο θα τολμήσει σε ώρα προσευχής να ριψοκινδυνεύσει
το ονομά σας ;


Ο ουρανός κι η καρδιά σας απέκλεισαν



Προτιμώ την αγωνία της πόρνης ,την αγωνία του ληστή ,
την αγωνία των ιερόσυλων ,
που ο Κύριος ασφαλώς θα τους περάσει στη βασιλεία
των ουρανών ,
χωρίζοντας τα πρόβατα από τα ερίφια ,
βάζοντά σας στην πάντα ,
στην κορυφή ενός κίτρινου λόφου από δεκανίκια
με τα μαλλιά στο μέτωπο σαν συννεφιά από μπρούντζο .



Τόσο ψηλά ανεβήκατε , φίλε Οπενχάιμερ ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω ; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας ; Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του ; Πάνω του τις καταιγίδες ;
Σε παραγκάκια , σε καλύβια , σε σπηλιές , απ' τον καιρό
της φωτιάς ,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
το σκοτάδι
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλους σταθμούς ,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό , την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια , 
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχει και σεις ,
σα να μην είμαστε , φίλε Οπενχάιμερ , παρά
λίγη άμμος στη φούχτα σας ,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα , τους πάγκους μας , τα λουριά μας ,
τις χύτρες μας ,
τον ιδρώτα μας , το αίμα μας , όλα . Δεν είδατε , φίλε
Οπενχάιμερ
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος ; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του που πήγαιναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του ;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι ; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
απ' την πρώτη σας έκρηξη ;


Καταλαβαίνετε , φίλε Οπενχάιμερ ,
το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ .



Κι η μέρα σας , φίλε Οπενχάιμερ , τέλειωσαν έτσι .
Σας ζυμώσαμε το ψωμί και λυπόμαστε .
Μας κάνει κόπο το σάβανο που θα τυλίξουν το σώμα σας
να σας βάλου στο χώμα .
Σας εγκαλούμε , χωρίς να μας χρειάζεται ο λόγος σας , ούτε
το δάκρυσας , ούτε η σιωπή σας . Φίλε Οπενχάιμερ ,
το πνεύμα σας
δεν έγινε αστέρι , αλλά νύχτα . Δεν φαίνεται πια .



Τι μας χρειάζονται οι αμαρτίες ; Την έχουμε την απολογία σας .
Μας την είπατε την αλήθεια σας . Μας δείξατε
την αλήθεια σας .
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο ,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές , πόλεις αμέριμνες ,
παιδιά που παίζουν στις αυλές , στα πάρκα και στα λιβάδια ,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων .



Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος , που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει , 
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει ,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή ,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα ,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες : Η Αγία τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ'ένα μακρύ κατάμαυρο πανί κι εσείς , πεσμένος ,
με σωριασμένο πάνω της το προσωπό σας ,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί ,
ενώ το στήθος σας φέγγει ( μυριάδες κεριά ,
του κάκου στο βάθος σας προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας , ανάμεσα απ' τη θλίψη σας ) .
Κλαίτε φίλε Οπενχάιμερ ; Περιμένετε τίποτα ; ΄Οχι .
΄Οχι , φίλε Οπενχάιμερ , δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ' αυτόν το νεκροθάλαμο .



Φίλε Οπενχάιμερ ! Φίλε Οπενχάιμερ !
Μην κλείνετε τα παράθυρα .
΄Ατυχε Προμηθέα , που σούκλεψαν το φως από τα χέρια σου
και διάλεξες το βράχο μόνος σου ! ΄Ωρα να φύγουν όλοι ,
ώρα ν' αδειάσουνε τα πλήθη την καρδιά μου και να βαδίσουν
στα έθνη τους .
Βάλε μου μια καρέκλα δίπλα σου να βαστάξω το μέτωπό σου .
( ΄Εξω είναι ο Μάης . Τι θάθελες να σου στείλω ; )
Ρομπέρτ ! Ρομπέρτ ! Ρομπέρτ ! Η Αλήθεια μας είναι
βαθύτερα .
Η αλήθεια μας δεν λέγεται με λόγια , αλλά με δάκρυα
που κι αυτά δεν τ' αφήνουμε να φανούν .
Και μόνον όταν ανεβαίνει μέσα μας η στάθμη τους
ένα μεγάλο ξέσπασμα ειλικρίνειας μας προδίνει ,
πότε στ' αγαπημένα μας πρόσωπα , πότε στ' αστέρια
της μοναξιάς μας , που ποτέ δε θα μας μαρτυρήσουν ,
πότε στα δέντρα που ακουμπάμε για να μην πέσουμε , ενώ
μας κλαίει
του σύμπαντος ο αγέρας φορτωμένος από μυστικούς
σπινθήρες , από πράγματα ,
που πέφτουν σαν μια φωτεινή βροχή μέσα μας και ξυπνούν
ωραίους αντιλαλους και κάνουν την καρδιά μα ς να χτυπά
και κάνουν την καρδιά μας να τινάζεται
σ' εκατομμύρια αστέρια που πηγαίνουν χαμένα .




΄Εχεις στα μάτια σου μια θλίψη κι ένα φως ζαρκαδιού .
Σα νάχουμε συναντηθεί κάποτε , σ' ένα τούνελ ,
σ' ένα κελί , σε μια πλαγιά που την τίναζε η θύελλα ,
θέλω να μείνω δίπλα σου κρυφά απ' όλους
( κοίξα γύρω μου , δε με βλέπει κανείς )
να σε σκεπάσω και να φύγω στα νύχια ,
να κάτσω απόξω από την πόρτα σου και να κλάψω ,
φαρδαίνοντας τις παλάμες μου να χωρέσουν το προσωπό μου .



Ξεκόβοντας από τους δικαστές ας επωφεληθώ την ώρα τούτη
να κριθώ μαζί σου .
΄Οχι , λοιπόν ! ΄Οχι , Ρομπέρτ , όχι , ποιος είμαι εγώ
που έρχομαι ν' αντιπροσωπεύσω εμπρός στο βράχο σου το θείο
μίσος των συνανθρώπων μου ;  Χρειάζεται ένας αθώος !
Κι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ , γιατί ενώ ήξερα
να πεθάνω υπάρχω ακόμα .
Και πως μπορεί να ζει κανείς σήμερα τόσα χρόνια ,
σαράντα τόσα χρόνια ολόκληρα , Ρομπέρτ ,
όταν πεθαίνουν απ' τη δίψα οι ρίζες μες στο χώμα
και κινδυνεύει να μείνει χωρίς άνθη ο καιρός ;
΄Εφερνα μέσα μου πολλά σεντόνια τρυφερότητας ,
τόσα που αρκούσαν να παρασταθώ σε όλες τις αποκαθηλώσεις
να κατεβάζω από τα ύψη του το γίγαντα αδελφό
με τα χέρια του κρεμασμένα σαν δυο μεγάλες φτερούγες ,
με πεσμένο στον ώμο μου το ματωμένο του πρόσωπο
να τον ξαπλώνω στα μπράτσα μου και να τον περπατώ
πέρα-δώθε
κάτω απ' τον ήλιο που θα βασίλευε ,
σα νάμουν η στοργή της γης προς τα γλυκύτατα τέκνα της .
Να στρώνω τα μαλλιά του και να ψιθυρίζω στ' αυτί ,
λόγια που δεν μπορεί κανείς σε καμιά γλώσσα να τα μιλήσει
αν δεν τα δώσει , όπως είναι μέσα του , μαζί μ' όλη του
την ψυχή .  
Δεν ανηφόρισα ως τον τόπο του Κρανίου , Ρομπέρτ ,
δεν έκαμα τίποτα για κανέναν , δεν σύντριψα ,
στον κόσμο τούτο , ακόμη , το πήλινό μου εγώ ,
που κομματιάζει την ενότητα , σκοτώνει την αγάπη .



Τι θέλω , πως μπήκα στο κελί σου λοιπόν ;
Γιατί δε με διώχνεις Ρομπέρτ ;



΄Οχι , δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ ,
γιατί πιο μάταια χέρια δεν υπάρχουν από τα δικά μου ,
καταδικασμένα σ' έναν ανιαρό θάνατο , άχρηστα
ν' ανθίσουν ένα έργο να δέσουν τον ήλιο που τα φέγγει
σ'έναν κόμπο ζωής ,
όπως τα χέρια των χτιστών ή τα χέρια της μάνας μου
που ζύμωνε το στάρινο ψωμί
και κοίταζε περήφανα το σύμπαν , με τα χέρια στη μέση της .



Φίλε Οπενχάιμερ , όχι πια , δε θα σε βασανίσω ππερισσότερο .
Αν μπορείς να κοιμηθείς , κοιμήσου .
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο , κοιταξέ τον .
Αν σου δροσίζουνε τ' αστέρια την ψυχή ,
δεν είμαι αυτός που θα σταθεί μπροστά τους .
( Κι αυτή η φωνή μου θα χαθεί . Κανένας δεν ξέρει ) .



΄Οταν δεν θάμαστε πια παρά σκόνη στις ρίζες των λωτών
κι ανθάκια στις πορτκαλιές της Καλιφόρνιας
και της Σπάρτης
ίσως άλλα πουλιά να κελαιδήσουν και για μας φθόγγους
συγγνώμης
ίσως να μη βαρύνουν μ' ασήκωτες πέτρες .
Αν σας έμεινε χώρος ν' αναπαυθείτε , ξαπλώστε . 
Αν μπορείτε να δέχεσθε τον αγέρα χωρίς νάχετε τίποτα
να δώσει σε τούτη τη γη ,
ανοίχτε το παράθυρό σας ν' άνασάνετε .
Ανάφτε την πίπα σας και καθίστε .
Μόνος σας , πρόσωπο με πρόσωπο , κριθείτε με το σύμπαν .
Όσο χτυπά η καρδιά σας , μείνετε , μείνετε έτσι ακόμα ,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν ,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους ,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας ,
χτενίζοντας τα στάχυα με λαμπερές αχτίνες ,
σ' έναμ κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές .


xxx

Φίλε Οπενχάιμερ , όχι πια . Δεν μπορώ άλλο . Πονεί
η καρδιά μου .
΄Εχει στα βάθη μου ωριμάσει μια τραγική βροχή .
Σ' αφήνω πίσω απ' τα βουνά κι από την ιστορία .
Πηγαίνω να κουλουριαστώ πάλι στο πατρικό μου χώμα ,
πούναι σπαρμένο από κόκκαλα και διαθήκες . Βαδίζοντας ,
δε μπορώ απόψε να διακρίνω τ' αστέρια της νύχτας .
Ο αγέρας μου φυσά στη μασχάλη τα μουσκεμένα χειρόγραφα ,
τα βήματά μου μπερδεύονται . Δεν ξέρω που πάω .



Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει .
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου , όλη τους τη βροχή ,
στο πρόσωπό του ,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντήλα της ψυχής μου ,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου ,
( ω , δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια ! )
Φίλε Οπενχάιμερ , όλοι


έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του .



ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1929-1957
ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ

ΔΙΟΓΕΝΗΣ , ΑΘΗΝΑ 1972